Το χρονικό των καιρών της απόγνωσης

(εισήγηση για την τελετή εγκαινίων της έκθεσης του Σπύρου Ντασιώτη στην Πάρνηθα με θέμα «το πάρκο των ψυχών» Οκτ.2012).

Κατά την διάρκεια των ιστορικών χρόνων της ανθρωπότητας, τα γεγονότα που αφορούσαν στον άνθρωπο διαπερνιόνταν από ποικίλες παραμέτρους δυσκολιών και αντίξοες συνθήκες όπως μόχθους, φτώχια, πολεμικές διαμάχες, θανατικά, καθώς και νόσους. Αυτές οι παράμετροι, καθώς και πολλές άλλες, αντιπαραβάλλονταν με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, αδιακρίτως πολιτισμού και γεωγραφικών διαφοροποιήσεων. Η μελέτη της ιστορίας, δεν μπορεί μεθοδολογικά να σχετίζεται μόνο με την άνοδο και την πτώση των αυτοκρατόρων και των βασιλέων, τους χαρακτήρες τους, τις ιδιοτροπίες τους και τα οράματά τους, τους πολέμους τους. Απόμακροι από τις ανάγκες και τα προβλήματα που βίωναν οι κοινωνίες, οι σχέσεις των ανθρώπων, η κοινωνική διαστρωμάτωση κάθε εποχής, τα παραγόμενα πολιτιστικά προϊόντα, τα τραγούδια, οι χαρές, τα πανηγύρια, τα έθιμα, οι συνήθειες, η καθημερινότητα, οι δουλειές, οι τέχνες, η αυτάρκεια της ομάδας, η λαϊκή σοφία τα παραμύθια, τα όνειρα ήταν τα κυρίαρχα γεγονότα. Όλα αυτά, βαθειά χωμένα σε πολύ μόχθο, φτώχεια, θυσίες και αρρώστιες.
Οι τελευταίες όταν καταντούσαν –και αυτό ήταν πολύ εύκολο και συχνό- επιδημίες απειλούσαν τα πάντα. Την ίδια την ζωή.

Σε όλο τον κόσμο όπως και σ’αυτόν τον τόπο, ο πόνος ο φόβος και ο θάνατος συνέπεια των ασθενειών, διάχυτος σε όλες τις εποχές αποτελούσαν κυρίαρχα στοιχεία της ιστορίας του ανθρώπου. Και είναι μια ιστορία αληθινή , μια ιστορία των πηγών.

Η εγκατάλειψη των αιώνων
Η κατανόηση της αρχέτυπης φυσιογνωμίας του ανθρώπου αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να διεισδύσει κάποιος στο πνεύμα της απόγνωσης της νόσου και στον τρόπο με τον οποίο αυτή βιώνεται.     
Στο έργο του Ιπποκράτη Περί φύσιος ανθρώπου, δηλώνονται με σαφήνεια οι βασικοί τόποι λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος. Η ισόρροπη ύπαρξη των χυμών στο ανθρώπινο σώμα, η ευκρασία, αντιστοιχεί στην υγεία, ενώ η υπερίσχυση ενός εκ των χυμών προκαλεί την ασθένεια, δυσκρασία.
Η ενσωμάτωση της θεωρίας των στοιχείων και των χυμών στο Αριστοτέλειο έργο καθώς και στο έργο του Γαληνού, αποτέλεσε την βάση ώστε οι δυο θεωρίες να κυριαρχούν στο Μεσαίωνα, όσο και στα νεώτερα χρόνια, τόσο ώστε να οικοδομούν τη βάση της παθολογίας μέχρι πρόσφατα!. Η υγεία και η ασθένεια έπρεπε να αναζητηθούν στην ισορροπία ή την διατάραξη των χυμών του σώματος.
Στην Αναγέννηση, οι μηχανιστικές θεωρίες για την ερμηνεία της παθολογίας αντιτέθηκαν στην θεωρία των χυμών, χωρίς όμως να επιτύχουν την ανατροπή.
Η ανθρώπινη μηχανή του Καρτέσιου αντιπροσώπευσε τις νέες αποκαλύψεις, ωστόσο φάνηκε ελάχιστα χρήσιμη στην πράξη. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για τις θεωρίες που προβάλλονταν τον 18ο αιώνα: η υπερτίμηση της φύσης μπορεί να γεμίζει με αισιοδοξία τους ιατρούς καθώς και τους φιλοσόφους, ο βιταλισμός όμως και ο ανιμισμός δεν διέθεταν πρακτικό αντίκρισμα για την ερμηνεία της παθολογίας του ανθρώπου.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο γίνεται κατανοητό, ότι οι ανατροπές δεν ήταν δυνατόν να προκύψουν ραγδαία και ότι στο κύλισμα των αιώνων, το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν μηδενικό, όσον αφορά στην αντιμετώπιση της νόσου, αλλά και στη θεμελίωση της μεθοδολογικής προσέγγισής της. Το συνεκτικό σύστημα της αρχαίας ιατρικής, όπως αυτή ολοκληρώνεται με τον Γαληνό, δεν ανταγωνίζεται με καμία άλλη θεωρία σε όλους τους αιώνες έως τα τελευταία χρόνια. Όμως, τα πραγματικά προβλήματα της αρχαίας ιατρικής, δεν μπορούν να υποκατασταθούν από κάτι πιο στέρεο. Γίνεται προσπάθεια μέσω του σκεπτικισμού από την μια και του εκλεκτισμού από την άλλη να σωθούν τα προσχήματα. Η ιατρική είναι επιστήμη;
Εν κατακλείδι, η γνωστή ιατρική των αιώνων της απόγνωσης, εκτός από την ανεπάρκειά της, έχει να αντιμετωπίσει και την λογική ασυνέπειά της, σημείο κεφαλαιώδους σημασίας για την θεμελίωση της επιστήμης σε όλη την προ-πειραματική εποχή.

Πέρα από την ιατρική των διανοητών, η οποία δεν έχαιρε ουδεμίας απήχησης στην κοινωνία, το σώμα της λαϊκής ιατρικής όπως αυτό εντυπώνεται στα ιατροσόφια και τις καθημερινές πρακτικές αντιμετώπισης των ασθενειών, θα εξακολουθήσει, ακόμα και μέχρι σήμερα, να καθορίζεται από τις έννοιες της ευκρασίας/δυσκρασίας των χυμών του σώματος, ώστε να επιλεγεί ο τρόπος αντιμετώπισης της νόσου.
Η Ιπποκράτεια άποψη περί των στοιχείων του ανθρωπίνου σώματος, δεν περιορίστηκε στην εξήγηση της λειτουργίας του ανθρωπίνου σώματος μέσω των χυμών, αλλά προεκτάθηκε σε μια κοσμογονική προσέγγιση σύνδεσης της μικρο-πραγματικότητας του ατόμου με την φύση, τον υποσελήνιο κόσμο! και την υπερβατικότητα του ουράνιου στερεώματος. Τελικά, η φυσιολογία του ατόμου, η φυσική και η αστρολογία αποτέλεσαν ένα συμπαγές σύστημα κοσμικής φιλοσοφίας το οποίο ερμήνευε τις τύχες του σύμπαντος κόσμου. Η ακραία έκφραση αυτού του νοητικού συστήματος αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια της Αναγέννησης. Ήταν ένα κλειστό σύστημα σκέψης, ικανό να εξηγεί την ευτυχία και την δυστυχία, τις καταστροφές, τους πολέμους, την πείνα και την επιδημία. Παρά την απαξίωση της αστρολογικής προσέγγισης από την ανάπτυξη της χημείας και της βιολογίας, δεν θα πάψει ποτέ να επηρεάζει μεγάλες μάζες πληθυσμών. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι η εξηγητική εμβέλεια της αστρολογίας εισήγαγε τον κόσμο στο χώρο της μαγείας, φυσικής η δαιμονικής. Τέτοιες εικόνες συναντώνται σε πολλά λαϊκά κείμενα ιατροσοφιών, σε πείσμα των επανειλημμένων καταδικών τους από την Εκκλησία. Λαϊκές πρακτικές, ιατρική επιστήμη και μαγεία παρουσιάζουν δυσδιάκριτα όρια. Τα όρια αυτά τον 17ο και 18ο αιώνα καθίστανται σαφή μόνο σε λίγους διανοητές.
Αυτές οι ιστορικές περίοδοι στο σύνολό τους, αναδεικνύουν έναν άνθρωπο ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του σύμπαντος, φτιαγμένος από τις ίδιες αρχές που διέπουν την κατασκευή του κόσμου. Είναι ολοκληρωτικά ενταγμένος σε αυτόν και υπόκειται στις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Τα στοιχεία αυτά περιγράφουν τους καιρούς της απόγνωσης του ατόμου το οποίο νοσεί, εγκαταλελειμμένο στο έλεος της μη-επιστήμης και της μεταφυσικής του μοίρας.

Το νόσημα

Η Ιπποκράτεια σκέψη συμπληρωμένη από τον Γαληνό, αποτελεί χωρίς αμφιβολία τον πυρήνα της ιατρικής σκέψης μέχρι πολύ πρόσφατα. Στο πεδίο των επιδημικών νόσων, η βαρύτητα που διατήρησε η αρχική θεμέλια θεώρηση των νόσων απέβη καταλυτική και μη αντικαταστάσιμη από άλλες προσεγγίσεις.
Το έργο Περί αέρων υδάτων τόπων του Ιπποκράτη, τονίζει την ανάγκη της  μελέτης των φυσικών συνθηκών ενός τόπου προκειμένου να καθορισθεί το είδος των ασθενειών που συνήθως προσβάλλουν τους κατοίκους του. Η αντίληψη αυτή έως σήμερα θεωρείται αυτονόητη. Πρόκειται για αρχή η οποία θα πρυτανεύσει αναλλοίωτη σε κάθε ανάλυση επιδημικού φαινομένου, μέχρις ότου οι ασθένειες αποκτήσουν την οντολογία τους. Η θεωρία της μετάδοσης των νόσων, αν και ήταν σε θέση να εξηγήσει τον μηχανισμό εμφάνισης των επιδημιών, θα εξακολουθήσει να παραμένει μερική. Τέτοιες επιδημικές νόσοι όπως η ελονοσία, καθοριστική στη διαμόρφωση του προσδόκιμου ζωής των προβιομηχανικών πληθυσμών ήταν ατμοσφαιρική (οφειλόμενη στον αέρα), υποταγμένη στη λογική του μιάσματος και στη γεωγραφία του τόπου.
Το πρόβλημα της εμφάνισης της νόσου θα έπρεπε να επεκταθεί σε ένα συμπληρωματικό λογικό σύστημα πέρα από την παράμετρο των φυσικών δεδομένων ενός τόπου (αέρας, ύδατα). Η συμπληρωμένη νέα αιτιατή σχέση ιστορικά εντοπίζεται στον Αριστοτέλη και τον Γαληνό. Τα αίτια των νόσων δύνανται να διακριθούν σε «προσεχή» και «πόρρω». Το προσεχές αίτιο είναι εκείνο που αποτελεί την αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας νόσου. Τα πόρρω αίτια, διακρίνονται σε προδιαθετικά και περιστατικά. Το πρώτο σχετίζεται με την προδιάθεση του κάθε κατοίκου ενός τόπου απέναντι σε μια ασθένεια ενώ το περιστατικό αίτιο αφορά συγκυριακή κατάσταση. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση και όπως αυτές οι λογικές διαιωνίστηκαν στους επόμενους αιώνες, η ασθένεια καθαυτή, όπως τουλάχιστον την κατανοούμε σήμερα, απουσιάζει. Διατηρείται μόνο ο τόπος και ο ασθενής. Η σημερινή ιατρική στηρίζει την τυπολογία και ταξινόμηση των νόσων στην αιτιολογία τους. Αυτή προκύπτει από τα εργαστηριακά και τα παρακλινικά αποτελέσματα. Αντιθέτως, η προ-πειραματική ιατρική ακολουθεί την τυπολογία στην οποία το εξωτερικό σύμπτωμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην ένταξη της νόσου. Επιπρόσθετα, σε περίπτωση επιδημικών νόσων, όλες οι υπόλοιπες ασθένειες οι οποίες εκδηλώνονται κατά την διάρκεια της επιδημίας, αφομοιώνονται με την επιδημική νόσο, επειδή η τελευταία προκαλεί τον μεγαλύτερο φόβο. Άρα, για αιώνες αρκούσε η διαπίστωση περί απουσίας μιας νοσολογίας η οποία παρατηρεί διακρίνει και κατατάσσει τις επιδημικές νόσους.

Η θεολογία της νόσου και η ιατροφιλοσοφία

Το ιδεολογικό σύστημα το οποίο αναγνωρίζει τις νόσους και την σχέση τους με τον άνθρωπο και τη φύση, έχει κάποιες διαφορές κατά εποχή. Μεγάλη επίδραση σε αυτό το εποικοδόμημα παρείχε ο χριστιανισμός ο οποίος συντήρησε κατ΄επίφαση την Ιπποκράτεια νομολογία μέσα σε ένα θεολογικό υπόβαθρο. Έτσι το πρόβλημα ανήχθη στην αναζήτηση του βαθμού στον οποίο ο Θεός παρεμβαίνει στη φύση και τα φυσικά φαινόμενα. Αξίζει το παράθεμα του Αγίου Βασιλείου το οποίον αναφέρει: «Ώρισθαι παρά Θεώ των ανθρώπων ο βίος». Δεν ήταν δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι η Θεία Νέμεσις τιμωρεί τους κακούς κυρίως στην περίπτωση επιδημίας, αφού αυτήν υποψιάζεται σε περιπτώσεις μαζικών θανάτων από άγνωστη κατά τα άλλα νόσο. Σε αυτήν την περίπτωση δεν χρειάζεται ουδεμία μνεία της αρρώστιας.

Λιμός τους ήλθεν οχυρός, ασθένεια και νόσος,
Οι πάντες εξαλείφθησαν οπού και αν υπήγαν
Οργή τους ήλθεν εκ Θεού κατηραμένοι ήσαν
Πολλά γαρ εδυνάστευσαν, άδικα εποιούσαν,
Παραλογίες έκαμναν, μεγάλας ανομίας,
και εβαρέθην ο Θεός και εξωλόθρευσέν τους.

(Χρονικό των Τόκκων, Κεφαλληνία, 1422).

Η ύπαρξη ενός κόσμου όπου τα πάντα πραγματοποιούνται μετά τινός τάξεως, χωρίς τίποτε να επαφίεται στην τύχη του, αποτελεί κοινή αντίληψη ίσως έως σήμερα σε ευρείες μάζες αλλά κυρίως στους αιώνες του Μεσαίωνα σε Ανατολή και Δύση.  Πρόβλημα προέκυψε όταν εύλογα αναζητήθηκε ο τρόπος οργάνωσης αυτής της τάξης και ετέθη το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ Θείου και Φύσης. Η κατάληξη αυτής της θεώρησης συνοψιζόταν στο ότι ο θάνατος και η νόσος δεν εξαρτιόταν από τους φυσικούς νόμους (Ιπποκράτεια σκέψη), αλλά συνδέονταν με τον προορισμό του ανθρώπου. Ο θάνατος ως πορεία προς την ολοκλήρωση και η νόσος ως εκδήλωση της Θείας Χάριτος η οποία δοκιμάζει τους πιστούς μαζί με την Θεία τιμωρία η οποία κολάζει τους αμαρτωλούς. Άρα, η διαπίστωση της νόσου δεν προσδιορίζεται από επιστημονική προσέγγιση/ιατρική σκέψη αλλά από το κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα.
Ο Παράκελσος υποστήριζε ότι η Ιατρική βασίζεται σε τέσσερα θεμέλια: τη φιλοσοφία, την αστρονομία, την αλχημεία και την ηθική. Μετά από λίγους αιώνες οι ιατροί του Διαφωτισμού υποστήριζαν το ίδιο. Η οργάνωση του ιατρικού νου, δεν δύναται παρά να θεμελιώνεται στην φιλοσοφία. Έως και τις αρχές του 1800 οι φοιτητές των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων ακολουθούσαν πρόγραμμα σπουδών κοινό Φιλοσοφίας και Ιατρικής. Αυτό το στοιχείο πιστοποιεί ότι ο όρος ιατροφιλόσοφος αντιπροσώπευε κάτι πολύ περισσότερο από την ιατρική επιστήμη. Έτσι, έως και τον 19ο αιώνα, συνεχίζεται στην ιστορία η αδυναμία αναγωγής των πληροφοριών για τις ασθένειες, στις κατηγορίες της σύγχρονης ιατρικής.
Το ιδεολογικό περίγραμμα, θεολογικό, φιλοσοφικό, ιατρικό, με το οποίο κάθε εποχή και κάθε πολιτισμός περιβάλλουν την νόσο, αντιστοιχεί στο πολιτισμικό σύστημα το οποίο έχουν εξελίξει τα μέλη του.

Οι επιδημίες

Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, την μεθοδολογία και τις δυνατότητες, όπως αυτές συντηρούνταν για πολλούς αιώνες, ήταν αναμενόμενη η εμφάνιση  επιδημικών ή και πανδημικών νόσων, απειλώντας όχι σπάνια την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους κατά τόπους.   
Η επιδημία η οποία αποδεκάτισε την Ελλάδα τον αιώνα που πέρασε και απείλησε «την ύπαρξη της φυλής» ήταν η ελονοσία. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στα στρατιωτικά πεδία της Μακεδονίας προσμετρούνταν περισσότεροι νεκροί από την ελονοσία, παρά οι πεσόντες στις πολεμικές επιχειρήσεις. «Σύλλογος περί την  περιστολήν των ελωδών νόσων» είχε ιδρυθεί ήδη από το 1905. Οι στατιστικές που εξέδιδε ο «Σύλλογος» τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, πριν το προσφυγικό κύμα από την Μικρά Ασία, ανέφεραν ότι τα κρούσματα της ελονοσίας έφταναν το ένα εκατομμύριο ετησίως. Η επιδημία της ελονοσίας έβρισκε πάντα την χώρα απροετοίμαστη, παρά τα νομοθετικά μέτρα που ελήφθησαν το 1918 για την καταπολέμηση της νόσου στην Μακεδονία και το νόμο του 1908 (ν.3252) που προέβλεπε την δωρεάν διανομή κινίνης στους άπορους ασθενείς. Στη δεκαετία του ΄30 τα κρούσματα ελονοσίας στην Ελλάδα, ήταν πέντε φορές περισσότερα από όσα στην Ιταλία και δύο φορές περισσότερα από αυτά της Βουλγαρίας. Οι δυνατότητες της χώρας δεν επαρκούσαν. Γι΄αυτό πραγματοποιήθηκε συνεργασία Αμερικάνων επιστημόνων με την Υγειονομική Σχολή Αθηνών για την ανάπτυξη εξυγιαντικών προγραμμάτων. Το 1942 ο αριθμός  των ανθρώπων οι οποίοι έπασχαν από ελονοσία υπολογίζεται στα τρία (3) εκατομμύρια, το 50% περίπου  του πληθυσμού της χώρας. Μετά τον πόλεμο, ξαναρχίζει ο αγώνας κατά της νόσου με τη βοήθεια του υγιεινολόγου Daniel Right. Το πρώτο μέτρο εκείνη την εποχή ήταν η χορήγηση του φαρμάκου της ατεμπρίνης  που πρόσφερε η οργάνωση UNRA  των Ηνωμένων Εθνών, ενώ το δεύτερο μέτρο προσανατολιζόταν στη γενικευμένη εξόντωση των κουνουπιών με διάλλειμα DDT και πετρελαίου όπως και η εξάλειψη των ελών.
Άλλη επιδημική νόσος που θέρισε τους πληθυσμούς της ελληνικής επικράτειας με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς είναι η χολέρα. Το 1817, το 1820, το 1853 (με την «Ξένη», γυναίκα την οποία έφεραν Γάλλοι στρατιώτες, γυρνώντας από την Κριμαία) αποδεκάτισε την Αττική και αργότερα ολόκληρη την Ελλάδα. Επιδημία χολέρας ενέσκηψε και το 1865, το 1883, το 1893 αλλά και στη διάρκεια του 20ου αιώνα, τότε που η έξαρση της ασθένειας συνυπήρχε με αυτή της ελονοσίας, της λέπρας, της πανώλης και της φυματίωσης. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι το 1912-1913 επανεμφάνισαν τη νόσο, λόγο της συνάντησης των μολυσμένων Βουλγαρικών στρατευμάτων στη Μακεδονία και τη Θράκη με τους Έλληνες στρατιώτες. Η χειρότερη ίσως επιδημία χολέρας ήταν αυτή του 1853-54 η οποία ήταν ανηλεής. Κρούσμα σήμαινε θάνατο. Ο πανικός κυριαρχούσε . Οι αρχές απουσίαζαν. Ο λαός τη στιγμή που χρειαζόταν ελπίδα, ένα διάλειμμα χωρίς καταστροφές, χωρίς διχόνοια, χωρίς ληστρικές επιδρομές και ξεριζωμένες τις εθνικές του ελπίδες, νοσούσε μαζικά. Οι οικογένειες ξεκλήριζαν, οι περισσότεροι χωρίς να δουν ιατρό. Και ο κόσμος πίσω από λιτανείες και κηδείες, γονυπετής έστρεφε το βλέμμα προς τον ουρανό, «ικέτης προς τον Ύψιστον». Έτρεχε ο κόσμος να γλιτώσει. Έφευγε μακριά προς τα χωριά της Αττικής. Όπως αναφέρει χρονογράφος σε εφημερίδα της εποχής «…τον ένοιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό, ο άμοιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισίας, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σε ένα χωριό ήταν γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μια ατέλειωτη αλυσίδα που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό(…) Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς! Πολλοί δυστυχισμένοι που δεν είχαν τις τριακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φθάσει το αγώι ενός αμαξιού έως τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά.(…). Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ».
Μαζί με άλλες επιδημικές νόσους, η νόσος της πανώλης (πανούκλας, λοιμού) ενέσκηψε πολλές φορές στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων στη Ελληνική χερσόνησο, αποδίδοντάς της χιλιάδες θανάτους. Στη Ελλάδα έχουν καταγραφεί επιδημίες πανώλης από τον 9ο αι. π.Χ.  
Από το 1821 έως το 1823 η Μακεδονία η Ήπειρος και η Κρήτη γνώρισαν το θανατικό που κουβαλούσαν μαζί τους τα τουρκικά στρατεύματα από την Ανατολή. Το 1828 η πανώλη έφτασε στην Πελοπόννησο. Ο Καποδίστριας αναγκάστηκε να λάβει αυστηρά μέτρα. Απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις μέχρι και στις εκκλησίες (έως και ο γάμος του γιού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με την αδερφή του Κ. Τζαβέλα αναβλήθηκε). Το 1837 η νόσος ξανακτύπησε στα νησιά, τα μικρασιατικά παράλια αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το 1922 κρούσματα πανώλης εμφανίσθηκαν στην Πάτρα, ενώ μέχρι και 1926 την ίδια εικόνα έζησε και ο Πειραιάς με πενήντα πέντε αποβιώσαντες το 1924 και εξήντα τρεις το 1926. Την ευθύνη για την εξάπλωση της νόσου την απέδωσαν σε μολυσμένα ποντίκια που έφθαναν με πλοία στα λιμάνια.
Στα χρόνια του Μεσαίωνα τα «λοιμοκαθαρτήρια» ήταν οικήματα εντός των λιμένων για τη μακρά απομόνωση των ναυτικών μετά την άφιξή τους.
Στην Ευρώπη, ο πανικός και ο φόβος από την νόσο είχαν επηρεάσει στο Μεσαίωνα ζωγράφους και αλχημιστές.
Η ισπανική γρίπη του 1918 έφθασε και στην Ελλάδα αφήνοντας πίσω της περισσότερο από 30.000.000 νεκρούς σε όλο τον κόσμο και χιλιάδες στην Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια προκλήθηκε γενικευμένος πανικός. Υγιή μέλη οικογενειών περιέθαλπαν τους οικείους τους, χωρίς το υγειονομικό σύστημα να είναι ικανό να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Ελήφθησαν έκτακτα μέτρα με κλείσιμο σχολείων, εκκλησιών, ενώ τα φαρμακεία δεν έκλειναν κατά την διάρκεια του εικοσιτετραώρου.
Ο Δάγκειος πυρετός ενέσκηψε το 1927-28 με συμπτωματολογία υψηλού πυρετού, ρίγους και έντονο πόνο στα κόκαλα και στους μύες. Οι φωνές των ασθενών από τους πόνους, ακούγονταν από μακριά στους δρόμους της Αθήνας. Το 1927 τα θύματα ξεπέρασαν τους 20.000. Τον επόμενο χρόνο η ταχύτητα εξάπλωσης της νόσου συμπεριέλαβε ολόκληρη την Ελλάδα, προσβάλλοντας το 80 με 90% του πληθυσμού. Το τελευταίο εξάμηνο του ίδιου χρόνου κατεγράφησαν 1.419. 800 κρούσματα και 2065 θάνατοι.

Η περίπτωση της φυματίωσης

Εκεί που σημειωνόταν η ύφεση ενός επιδημικού κύματος, εμφανιζόταν μια άλλη και ίσως χειρότερη νόσος. Μάλλον, η πιο άτυχη εποχή αφορά τις δεκαετίες 1900 – 1940, όπου λόγω των ιστορικών δεινών που είχαν υποστεί οι ελληνικοί πληθυσμοί, με τη συνεχή εμπλοκή τους σε πολεμικές συρράξεις, τη φτώχεια, την πείνα, τον συνωστισμό, τη κάκιστη διατροφή και τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης εμφανίσθηκε, πλην των προαναφερόμενων επιδημικών νόσων και η φυματίωση.
Υπολογίζεται πως μέσα στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, περίπου 40.000 άνθρωποι, έως 35 ετών αποβίωναν από φυματίωση κάθε χρόνο. Λόγω των συνθηκών διαβίωσης, οι άνθρωποι ήταν ευάλωτοι στη νόσο. Το «χτικιό», δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει η ιατρική επιστήμη όπως και τις άλλες λοιμώδεις νόσους, ελλείψει φαρμακευτικής αγωγής. Η μοναδική δυνατότητα υποβοήθησης των νοσούντων περιοριζόταν απλά – και στην καλύτερη περίπτωση – στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Άνοιξαν τότε, από το 1905, νοσηλευτικές μονάδες «εξειδικευμένες» στη νόσο, τα αποκαλούμενα Σανατόρια. Τα δύο πρώτα εξ αυτών – Σανατόριο Σωτηρία, Σανατόριο Καραμάνι, Πήλιο- το 1905 και 1909 αντίστοιχα,  γέμισαν ασφυκτικά. Παράγκες και ψάθες προστίθεντο στους εξωτερικούς τους χώρους με ανήμπορους ανθρώπους, άλλους σωριασμένους στις γωνιές και στο πάτωμα, περιμένοντας για ένα κρεβάτι μετά το θάνατο του κατόχου του. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα νεοϊδρυθέντα ιδρύματα  επιδεινώθηκαν μεγιστοποιώντας τις επιπτώσεις της νόσου και την τελική της έκβαση στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. λόγω των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Όπως αναφέρει ο ιατρός Γ. Ρηγάτος το πρόβλημα είχε και ταξικό χαρακτήρα. «Για όλη την δεκαετία του ΄30 οι τρώγλες των Αθηνών και οι παράγκες των προσφυγικών συνοικισμών αποτελούν έναν από τους βασικούς συντελεστές για την διάδοση της νόσου. Και ενώ αυτοί περιμένουν (πεθαίνουν περιμένοντας) ένα κρεβάτι στο σανατόριο, οι «έχοντες» νοσηλεύονται σε σανατόρια στην Ελβετία τα οποία διαφημίζονται στα ελληνικά ιατρικά περιοδικά της εποχής».
Στην επαρχία οι ασθενείς βιώνουν βιβλικές εμπειρίες. Οικεία θελήσει συνεπικουρουμένη και από αυτή των οικείων τους, απομακρύνονται της οικογένειας και του οίκου τους, για να διαβιώσουν στους πιο απόμακρους αγρούς, στην απομόνωση, με συνθήκες ζωώδους διαβίωσης και ελλιπέστατης σίτισης. Η φτωχή οικογένεια, όταν είχε την δυνατότητα παρείχε ένα «κομμάτι ψωμί» στον ασθενή της, αφήνοντάς το σε μακρινό σημείο από το σημείο διαμονής του ασθενούς,  λόγω του φόβου μετάδοσης της ασθένειας.

1950. Το «πέταγμα» της ελπίδας

Το ιστορικό πλαίσιο των αιώνων του ανθρώπου, σηματοδοτείται κυρίαρχα από τις ανάγκες του και τα προβλήματά του. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η ανθρωπότητα υπέφερε πρώτα από την φτώχια, την πείνα και τις συνθήκες διαβίωσης. Παράλληλα, η ιατρική θεωρία και πρακτική καταπιανόταν μόνο στο επίπεδο μιας φτωχής διανοητικής ενασχόλησης χωρίς το κύρος της παρατήρησης, την δοκιμασία-πείραμα και τελικά την ανάπτυξη της μεθοδολογικής προσέγγισης. Με αυτόν τον τρόπο, σε όλους τους προηγούμενους αιώνες ο άνθρωπος είχε βυθιστεί, μαζί με τον φόβο του από το αμβλυμμένο ένστικτο συντήρησης, στον κόσμο της απόγνωσης και του πανικού. Η μοναδική άμυνα αυτοσυντήρησής του τον προσανατόλιζε στην απομόνωση, τον κοινωνικό στιγματισμό, στα ιατροσόφια και στις θεολογικές, αστρολογικές και φιλοσοφικές ελπίδες. Χωρίς αιτιοπαθογενητική ερμηνεία των νόσων, χωρίς φαρμακευτική αγωγή, το νόσημα αντιστοιχούσε σε θανατικό. Κανένας εξευμενισμός δεν μπορούσε να αναχαιτίσει το κακό.
Ήταν η προ-πειραματική εποχή, έως ότου ο Louis Jean Pasteur (1822-18950), απέδειξε ότι πολλές ασθένειες προκαλούνται από μικρόβια! Χρόνια μετά, ακολούθησε μια τυχαία ανακάλυψη από τον Alexander Fleming. Σύζυγος της κας Αμαλίας Κουτσούρη-Fleming, έμεινε για πάντα γνωστός λόγω της ανακάλυψης του πρώτου αντιβιοτικού φαρμάκου πενικιλίνης το 1928, για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Δικαίως του απενεμήθη το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1945. Μόνο όμως πριν το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, οι Florey και Chein κατόρθωσαν να επικεντρωθούν στην έρευνα για την μαζική παραγωγή της πενικιλίνης, με κονδύλια της Αμερικάνικης και Βρετανικής κυβέρνησης.
Ακολούθησε ένας καταρράκτης ερευνών για τις χορηγούμενες ποσότητες του φαρμάκου, τις παρενέργειές τους, την εφαρμογή τους όπως και οι ανακαλύψεις των νέων αντιβιοτικών φαρμάκων.
Οι λοιμώξεις μετά από τα χρόνια του 1950 τέλειωσαν τουλάχιστον στην μορφή και το εύρος που η ανθρωπότητα είχε συνηθίσει έως τότε. Οι εκατόμβες ακυρώθηκαν πια. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονταν ως ασθενείς με αιτία, γνώση της φυσιοπαθολογίας, της σταδιοποίησης της νόσου και θεραπεία.

Το Σανατόριο της Πάρνηθας

Το όρος της Πάρνηθας (ή Οζιά) θεωρείται ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα οικοσυστήματα όσον αφορά την χλωρίδα και την πανίδα του. Ως εκ τούτου, έχει ανακηρυχθεί περιοχή ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και ένα αξιόλογο τμήμα της απαρτίζει Εθνικό Δρυμό. Σημαντική ιδιαιτερότητα του όρους είναι ότι ένας τέτοιος βιότοπος βρίσκεται κοντά στο μεγαλύτερο αστικό και πυκνοκατοικημένο μέρος της χώρας. Ταυτόχρονα έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000.
Το βουνό διαθέτει 16 κορυφές οι οποίες υπερβαίνουν τα 1000 μέτρα ενώ 43 κορυφές ξεπερνούν τα 700 μέτρα. Η υψηλότερη κορυφή (Καραμπόλα) φθάνει τα 1412 μέτρα. Οι παράμετροι των 700 χιλιοστών ετήσιου ύψους βροχής σε 110 βρόχινες ημέρες με 22 ημέρες χιονόπτωσης καθιστούν την Πάρνηθα τοπίο με εξαιρετικό κλίμα.
Το 1910 η Ιερά Μονή των Ασωμάτων-Πετράκη εκχώρησε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» έκταση στην Πάρνηθα για την δημιουργία παραρτήματος προς νοσηλεία των φυματικών ασθενών, εκτιμώντας ότι το κλίμα του βουνού ήταν υποδειγματικό για την αντιμετώπιση τους. Το 1914 άρχισε να λειτουργεί το Νοσοκομείο «Γ. Σταύρου-Γ. Φούγκου». Ο Γ. Φούγκος ήταν δωρητής ενώ ο συνδωρητής Γ. Σταύρου εξ Ηπείρου ορμώμενος, ήταν ο γνωστός ιδρυτής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Ήδη από το 1905 λειτουργούσε το Νοσοκομείο «Σωτηρία» ως σανατόριο και το 1909 λειτούργησε το πρώτο σανατόριο στην ελληνική επαρχία, στο Πήλιο. Αρχικά, η λειτουργία του Σανατορίου της Πάρνηθας όπως οριζόταν από τους ιδρυτές του ήταν δοκιμαστική.
Το ιστορικό πλαίσιο της φυματίωσης την εποχή του μεσοπολέμου ήταν αποκαρδιωτικό. Η Ελλάδα είχε περάσει από τους Βαλκανικούς πολέμους στις φοβερές συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής με συσσώρευση προσφύγων, χωρίς ουδεμία προνοιακή υποστήριξη, τον διχασμό, τις έριδες της εξουσίας και την τεράστια φτώχεια με συνέπεια την εμφάνιση κύματος ασθενειών όπως η φυματίωση. Σύμφωνα με στοιχεία, τα θύματα της νόσου αρχικά ξεπερνούσαν κατά πολύ τα 5.000 ανά έτος, σε μια χώρα που τότε δεν ξεπερνούσε τα 2.000.000 κατοίκους. Ήταν η εποχή που η νόσος «θέριζε» μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη χώρα. Η ανάγκη για την ίδρυση ειδικών υγειονομικών μονάδων (σανατορίων) ήταν επιτακτική. Την πιο σημαντική συνεισφορά για αυτό τον σκοπό την είχαν οι έρανοι και οι χορηγίες των απόδημων Ελλήνων.
Σύμφωνα με στοιχεία εκείνης της εποχής, κατά την διάρκεια των ετών 1899-1908, σχεδόν 100.000 άτομα πέθαιναν κάθε χρόνο από την «φθίση» στην Ελλάδα, μαζί με τον συνακόλουθο κοινωνικό στιγματισμό που υφίστατο ο ασθενής και του τρομερού φόβου που είχε αναπτυχθεί λόγω της μεταδοτικότητας της ασθένειας.
Αναφέρεται ότι, την πρώτη εικοσαετία από την λειτουργία του Σανατορίου της Πάρνηθας, το ίδρυμα διέθετε 33 κλίνες, χωρισμένες σε θέσεις ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του ασθενή. Το 1914 ο ασθενής Α΄ θέσης κατέβαλε 480 δρχ. μηνιαίως για τα νοσήλια ενώ η οικονομική θέση, στην οποία το δωμάτιο συμπεριελάμβανε και άλλους ασθενείς, κόστιζε 300 δρχ. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο εργάτης υφαντήριου ελάμβανε ως μεροκάματο 8 δρχ., για τον περισσότερο πληθυσμό η πρόσβαση στο ίδρυμα ήταν αδύνατη. Πρέπει να συνυπολογιστούν στα προηγούμενα και άλλα συμπληρωματικά έξοδα του ασθενούς όπως αυτά που αφορούσαν τον καθαρισμό των ενδυμάτων του, την απολύμανση και τον ιδιαίτερο νοσοκόμο.
Μέχρι τα μέσα του 1930 δεν φιλοξενούνταν περισσότεροι από 60 ασθενείς τον χρόνο. Το 1928 στις 30 κλίνες του σανατορίου νοσηλεύονταν 54 ασθενείς, το 1929, 48 ασθενείς και το 1930, 57 ασθενείς. Οι ασθενείς που νοσηλεύονταν στο Σανατόριο Σωτηρία έφθαναν τους 5.486 ασθενείς στην τριετία 1928-31, στοιβαγμένοι αλλά δωρεάν.
Το 1932 με μεροκάματο 50 δρχ. το Σανατόριο της Πάρνηθας κόστιζε λιγότερο. 160 δρχ την ημέρα (4.800 δρχ/μήνα) για την Α΄ θέση, 130 δρχ την ημέρα για την Β΄ θέση και 80 δρχ την ημέρα για την Γ΄ θέση. Το 1934 με έσοδα 3.000.000 δρχ. ετησίως το Σανατόριο επεκτάθηκε αυξάνοντας τις κλίνες του σε 110 και δυο έτη αργότερα σε 187 έως ότου έφθασε τις 300 κλίνες. Την δεκαετία 1928-1938, 100.000 άνθρωποι πεθαίνουν στην Ελλάδα από φυματίωση. Ακολουθεί περαιτέρω επιδείνωση της νόσου λόγω των ιστορικών συγκυριών και των επακόλουθων κάκιστων όρων διαβίωσης και διατροφής.
Το 1910 ο Κώστας Ελευθερουδάκης χάραξε σε μαρμάρινη πλάκα έξω από το κτίριο του Σανατορίου την «προσευχή του δάσους» της Μαρίας Μπόταση:

Του δάσους ψέλναν οι αναρίθμητες ψυχές
Σεμνά της Κυριακής τη λειτουργία
Κι΄έχυναν τ΄ανθουλάκι τους αντί λιβανωτό
Το μύρο τους για την ημέρα την αγία.

Το 1934 στο Σανατόριο της Πάρνηθας νοσηλεύτηκε ο ποιητής  Γιώργος Κοτζίλας και τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938 ο Γιάννης Ρίτσος. Ο δεύτερος κατά την διάρκεια της νοσηλείας του συνέθεσε το ποίημα «Εαρινή Συμφωνία» (1938), καθώς και τα έργα «Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα» (1937) και «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» (αφιερωμένο στο Βασίλη Ρώτα,1938).
Όπως όλα τα σανατόρια, μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών φαρμάκων και την αντιμετώπιση της νόσου, το Σανατόριο της Πάρνηθας έκλεισε περί το 1960, λόγω έλλειψης ασθενών!

Για την εμπνευσμένη σύλληψη και μεταφορά σε έργο του γλύπτη Ντασιώτη Σπύρου.
Για την μορφή και το περιεχόμενο.

Αθανάσιος Ν. Ράμμος
ιατρός
Βιβλιογραφία
  1. Ιπποκράτης Περί φύσιος ανθρώπου.
  2. Ιπποκράτης Περί αέρων υδάτων τόπων.
  3. Ζαχαρίας Κωνσταντίνος «Η εξέλιξη της φυματίωσης στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του τελευταίου αιώνα»
    Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2007.
  4. Κωστής Κώστας «Στον καιρό της πανώλης» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1995.

Υποκατηγορίες