H λειτουργία των κυττάρων της σπειροειδούς ζώνης εξαρτάται κυρίως από την ορμόνη της αγγειοτενσίνης ΙΙ, τα επίπεδα καλίου στο πλάσμα, την υποφυσιακή φλοιοεπινεφριδιακή ορμόνη, ACTH καθώς και άλλους παράγοντες, ενώ η ρύθμιση της στηλιδωτής ζώνης πραγματοποιείται από την υποφυσιακή φλοιοεπινεφριδιακή ορμόνη ACTH. Με αυτόν τον τρόπο υπενθυμίζεται ο κεντρικός ρυθμιστικός ρόλος της υπόφυσης του εγκεφάλου επί όλων των περιφερικών ενδοκρινών αδένων όπως και του φλοιού των επινεφριδίων.

Η ρύθμιση μέσω της υποφυσιακής ορμόνης ACTH

009

Με τον μηχανισμό της παλίνδρομης αλληλορύθμισης, η υπόφυση διεγείρει τον φλοιό των επινεφριδίων, μέσω της εκκρινόμενης από αυτήν ορμόνης ACTH, για την σύνθεση και την παραγωγή των ορμονών του φλοιού των επινεφριδίων.
Όταν τα επίπεδα των φλοιοεπινεφριδιακών ορμονών (κυρίως η κορτιζόλη), αυξηθούν στο αίμα, αναστέλλουν με την σειρά τους τα αυξημένα επίπεδα της υποφυσιακής ορμόνης ACTH, ώστε με την μειωμένη κυκλοφορούσα ποσότητα της ACTH στο αίμα, μειώνεται η παραγόμενη ποσότητα κορτιζόλης από τον φλοιό των επινεφριδίων. Το τελευταίο αποτέλεσμα, επαναπυροδοτεί την αύξηση στην παραγωγή ACTH και ούτω καθ΄εξής.
Ο μηχανισμός ρύθμισης της παραγωγής των ορμονών ονομάζεται «μηχανισμός παλίνδρομης αλληλορύθμισης» (feed-back positive / negative). Βασίζεται στην εξής αρχή: βασικός ρυθμιστής όλων των ενδοκρινών αδένων είναι ο αδένας της υπόφυσης του εγκεφάλου. Η υπόφυση εκκρίνει ορμόνες (όπως οι TSH, FSH, LH, GH, ACTH, PRL) με σκοπό την διέγερση της έκκρισης των ορμονών ενός άλλου συγκεκριμένου ενδοκρινή αδένα, ο οποίος θεωρείται περιφερικός σε σχέση με την υπόφυση (π.χ. τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια, τις ωοθήκες, τους όρχεις ).
Ο περιφερικός αδένας παράγει με την σειρά του την δική του ορμόνη (για παράδειγμα, ο φλοιός των επινεφριδίων παράγει την κορτιζόλη), η οποία κυκλοφορώντας σε όλο το σώμα, δρα ως ορμόνη επί συγκεκριμένων κυττάρων-στόχων για την τελική ρύθμιση της ταχύτητας λειτουργίας πολλών διαφορετικών συστημάτων (στην περίπτωσή μας η κορτιζόλη ρυθμίζει την ταχύτητα αποδόμησης (καταβολισμός) όλων των βασικών ουσιών δηλ. των υδατανθρακών, λιπών και πρωτεϊνών, κατακρατεί άλας στον οργανισμό κ.λ.π.).
 Όταν η παραγόμενη από τον περιφερικό αδένα τελική ορμόνη (π.χ. η κορτιζόλη) αυξάνει, διερχόμενη από όλο το σώμα, διέρχεται μέσω του αίματος, σε αυξημένη ποσότητα και από την υπόφυση του εγκεφάλου. Εκεί, δρα ως «αγγελιοφόρος», αναγκάζοντας την υπόφυση να μην παράγει περαιτέρω άλλη διεγερτική ορμόνη (στην περίπτωσή μας την ΑCTH), οπότε να ανασταλεί η διέγερση επί του περιφερικού αδένα (δηλ. του φλοιού του επινεφριδίου). Κατ΄αυτόν τον τρόπο, ο περιφερικός αδένας με την σειρά του αναστέλλει την παραγωγή του σε τελική παραγόμενη ορμόνη (π.χ. κορτιζόλη), οπότε η τελική ορμόνη μειώνεται σημαντικά στο αίμα.
Μετά από λίγο διάστημα, όταν η μειωμένη περιφερική ορμόνη (κορτιζόλη) θα περάσει από την υπόφυση, θα εκτιμηθεί από την τελευταία ως μειωμένη σε ποσότητα, με αποτέλεσμα να επαναδιεγερθεί η υπόφυση, αυξάνοντας την παραγωγή της σε διεγερτική υποφυσιακή ορμόνη (ACTH). Αποτέλεσμα αυτού είναι, η αυξημένη παρουσία της υποφυσιακής ορμόνης (ACTH) στον περιφερικό αδένα, να έχει ως συνέπεια την αύξηση της παραγόμενης ορμόνης (κορτιζόλης) από τον περιφερικό αδένα. Αυτή η τελική ορμόνη (κορτιζόλη) θα ξανα-εφαρμόσει τα αποτελέσματά της στα κύτταρα-στόχους του σώματος, επανακαθορίζοντας την ταχύτητα λειτουργίας των συστημάτων-στόχων του σώματος (παλίνδρομη αλληλορύθμιση).