ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1

Η χορήγηση ινσουλίνης

Επειδή η παγκρεατική παραγωγή σε ινσουλίνη έχει εκμηδενιστεί, ακολουθεί εύλογα η απάντηση για το είδος της θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η ανάγκη για την λήψη ινσουλίνης καθίσταται επείγουσα και εκβιαστική, για την αποφυγή ραγδαίως εμφανιζόμενων σοβαρών καταστάσεων, οι οποίες δύνανται να απειλήσουν την ζωή του διαβητικού ασθενούς, όπως το κετοξικό κώμα.
    Ο διαβήτης είναι χρόνια νόσος με την οποία ο ασθενής πρέπει να μάθει να ζεί. Γι΄αυτό το λόγο πρέπει να κατανοηθεί η πάθηση, ώστε να μάθει να αυτενεργεί γρήγορα. Για να επιτευχθεί αυτό το επίπεδο στον ασθενή, πρέπει να εκπαιδευτεί από τον θεράποντα ιατρό μετά από επαναλαμβανόμενες συναντήσεις τους. Οι βάσεις της εκπαίδευσης του ασθενή συνοψίζονται στα εξής:
Α. Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη η οποία εκκρίνεται από το πάγκρεας με σκοπό την μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Ως εκ τούτου έχει μια και μοναδική σύσταση. Ο χρόνος δράσης της (ή παρουσίας της), όταν ενεθεί στον άνθρωπο φθάνει τις 4 ώρες, και η μέγιστη παρουσία της στο αίμα φθάνει στις 2 ώρες μετά την χορήγησή της. Ανακαλύφθηκε το 1922 στις H.Π.Α. και στην περίπτωση διαβητικού ασθενούς τύπου 1 (ή με διαβήτη κύησης) η θεραπεία με ινσουλίνη δεν μπορεί να αντικατασταθεί με καμία άλλη θεραπεία έως σήμερα.
Η επιστήμη από το 1922 μέχρι σήμερα αγωνίζεται για την κατάκτηση δυο κύριων ανακαλύψεων: 1. την τροποποίηση του μορίου της ινσουλίνης με διάφορους τρόπους της βιοτεχνολογίας, ώστε η χορηγούμενη ινσουλίνη στον ασθενή να διαρκεί, καθώς και 2. η χορηγούμενη ινσουλίνη να διαθέτει την δυνατότητα της αυξομείωσης της δραστικής της ποσότητας για να αντιμετωπίσει τις αυξομειούμενες ποσότητες σακχάρων που προσλαμβάνουμε με την τροφή. Έως σήμερα, έχουν γίνει κατορθωτοί σε αξιόλογο βαθμό οι προαναφερόμενοι στόχοι κυρίως με την χρήση των μικτών σχημάτων ινσουλίνης.   
Β. Ο ασθενής πρέπει παράλληλα, να ενημερωθεί για τις συνέπειες της έλλειψης της ινσουλίνης κυρίως όμως για τα φαινόμενα τα οποία θα απειλήσουν την ζωή του δηλ. την διαβητική κετοξέωση και την υπογλυκαιμία.
Γ. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι εξ΄αρχής θα πρέπει να εκπαιδευτεί για τον σωστό τρόπο εκτέλεσης των ενέσεων.
Δ. Δεν θεωρείται υπερβολή αλλά αναγκαίο ο ασθενής να γνωρίζει την φαρμακοκινητική των σκευασμάτων της ινσουλίνης που χρησιμοποιεί με έμφαση στη χρονική διάρκεια δράσης τους.
Ε. Αναγκαία θεωρείται η γνώση της περιεκτικότητας των τροφών σε υδατάνθρακες.
ΣΤ. Απολύτως αναγκαία είναι η μέτρηση της γλυκόζης με αυτόματους μικροαναλυτές στο σπίτι.
Ζ. Ο ασθενής θα πρέπει να ενημερωθεί για τον τρόπο εμφάνισης της υπογλυκαιμίας και τον τρόπο αντιμετώπισής της από τον ίδιο.

Τα είδη της ινσουλίνης

Η διατροφή του διαβητικού ασθενούς

Ο διαβήτης της κύησης

 

Νεότεροι και εναλλακτικοί στόχοι θεραπείας του διαβήτη

O σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, απεδείχθη τα τελευταία χρόνια ότι δεν προκαλείται οξέως, έτσι όπως πίστευαν παλαιότερα.  Μελέτες απέδειξαν ότι η λειτουργική  έκπτωση επί των παγκρεατικών  κυττάρων επέρχεται προοδευτικά, όπως προοδευτικά αυξανόμενη είναι η καταστροφική δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος κατά των β-κυττάρων. Παρεμβάσεις στην καθυστέρηση ή και αναστολή της επιθετικότητας του ανοσοποιητικού συστήματος, είναι οι καλύτερες προτάσεις για την έρευνα και τη μελέτη της βασικής αυτής νόσου. Σήμερα, αυτή η αποκάλυψη έχει τεράστια σημασία, μιας και θεμελίωσε την αρχή των μοντέρνων ερευνών οι οποίες αφορούν στους τρόπους παρέμβασης της ανοσιακής απάντησης. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται χρόνος για την εξέλιξη της νόσου άρα και για την καθυστέρησή της ή τη δραστική παρέμβαση. Έτσι και αλλιώς, έως σήμερα, μετά από τις επιτυχείς μεταμοσχεύσεις τo 2001 από την ομάδα του Edmonton, οι θεραπευτικές προτάσεις με τις μεταμοσχεύσεις των νησιδίων, χρειάζονταν την ανοσοπροστασία για την αποφυγή της απόρριψης των μοσχευμάτων. Ως εκ τούτου, ο αρχικός αιτιολογικός παράγοντας της απόρριψης, ο οποίος γεννά τη νόσο, ενυπάρχει και μετά τις νεότερες θεραπευτικές παρεμβάσεις.  
Κατόπιν αυτών, οι μοντέρνες και επίκαιρες έρευνες με στόχο την θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη, προσανατολίζονται:  
1ον). στην μελέτη των λόγων της ανοσιακής επίθεσης έναντι του παγκρέατος και
2ον ). στην ανάγκη τροποποίησης της ανοσιακής απάντησης έναντι των β-κυττάρων.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΟΣIAΚΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ Β-ΚΥΤΤΑΡΩΝ

Η επαρκής γνώση του ανοσοποιητικού συστήματος, θεωρείται  απολύτως αναγκαία για την κατανόηση των φαινομένων τα οποία διαπερνούν το σύνολο του οργανισμού αλλά και την απάντηση επί των β-κυττάρων, οπότε η  τροποποίηση των μηχανισμών αυτών, μπορεί να επιτρέψει πολλαπλές παρεμβάσεις επί της ανοσιακής απάντησης.
Διάφορες μελέτες οι οποίες αφορούν στον τρόπο λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, παρέχουν αποκαλυπτικές βοήθειες σε κομβικά σημεία γνώσης και αποτελούν μετά τις πρόσφατες ανακαλύψεις, προσφορά στη θεραπεία πρόληψης ή καθυστέρησης της εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη. Ως εκ τούτου, ο προσανατολισμός της έρευνας δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός διερεύνησης, τους πολύπλοκους τρόπους λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, οπότε και κατά συνέχεια, τους τρόπους της θεραπευτικής παρέμβασης στην εξέλιξη της νόσου.

Το ιστορικό των ερευνών της χρήσης αντισωμάτων για θεραπευτικές παρεμβάσεις

Πολλά χρόνια έρευνας και πλείστοι μελετητές έχουν εργασθεί σε αυτό το αντικείμενο για μια πληθώρα διαφορετικών λόγων.   
Η ανάπτυξη μονοκλωνικών αντισωμάτων, τα οποία να μπορούν να τροποποιήσουν τη λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων in vivo,  είναι ο τελικός στόχος των ερευνών, εδώ και πολλά χρόνια.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα τα οποία μπορούν να παρέμβουν καταστέλλοντας τα CD4+ & CD8+ T-κύτταρα σε ποντίκια, είχαν αρχίσει να μελετώνται  ήδη από τη δεκαετία του ’80 (Cobbold et al. 1984). Tότε, διαπιστώθηκαν τα πρώτα στοιχεία από την απόρριψη του δέρματος σε αλλομεταμόσχευση ή η περίπτωση της απόρριψης του μυελού των οστών. Σημειωτέον, ότι η ανοσοκαταστολή των Τ-λεμφοκυττάρων, τουλάχιστον όσον αφορά στο μυελό των οστών, παραμένει στην πρώτη στρατηγική θέση ως θεραπευτική παρέμβαση (Hale et al. 2001), όπως και στη μεταμόσχευση των οργάνων (Calne et al. 2000). Στην συνέχεια, (Qin et al. 1990), είχε επιβεβαιωθεί, ότι με τη χορήγηση του αντισώματος-CD4, μπορεί να οδηγηθούμε σε διαρκή ανοσοαντοχή όπως προκύπτει από μελέτες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε ποντίκια.
Η ανακάλυψη αυτή στα ποντίκια έδωσε την ελπίδα, ότι μια ανθρώπινη ανοσοσφαιρίνη IgG, ως μονοκλωνικό αντίσωμα αντί-CD4+, μπορεί να οδηγήσει σε κλινικές χρήσεις, αντικαθιστώντας το ρόλο των ισχυρών ανοσοκατασταλτικών. Η εφαρμογή αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί στις μεταμοσχεύσεις οργάνων, όπως και στο σύνολο των αυτοάνοσων νόσων.
Όμως, οι περισσότερες απόπειρες χρήσης των αντί-CD4+ αντισωμάτων  απέτυχαν, γιατί δεν είχαν γίνει κατανοητοί πλήρως οι μηχανισμοί δράσης, όπως και η φαρμακοκινητική των αντί-CD4+. Για παράδειγμα, δεν είχε γίνει κατανοητή η αναγκαία χορηγούμενη δόση, ώστε να κορεσθούν τα CD4+ Τ-κύτταρα (Scully et al.1994).  
Στη συνέχεια, ενώ η χρήση του αντί-CD4+ είχε δώσει κάποια αποτελέσματα  στην ανοσοκαταστολή, η συνχορήγηση με αντί-CD8+, έδειξε καλύτερη ανοχή (Qin et al. 1990).
’λλες μελέτες επί αντισωμάτων οι οποίες κινητοποιούσαν την ανοσοανοχή σε όργανα ή ιστούς, περιελάμβαναν το αντίσωμα CD154 (CD40L), το οποίο συνδυάζεται με το CTLA-4 (Zheng et al. 1999), το CD11a plus KAM-1 (Ohta et al. 1998), το CD2 (Sido et al. 1996), το CD45RB (Sido et al. 1996) καθώς και τα μη μιτογόνα αντί-CD3+ (Chatenou et al. 2003). To ότι πολλά και διαφορετικά αντισώματα, είναι ικανά να επηρεάσουν την ανοσοανοχή, μπορεί να οφείλεται στο ότι οι μηχανισμοί, δεν σχετίζονται τόσο πολύ με τα αντιγονικά μόρια που εκφράζονται στην επιφάνεια των Τ-λεμφοκυττάρων, αλλά περισσότερο με την καθυστερημένη απάντηση των Τ-λεμφοκυττάρων, όταν αυτά υπόκεινται σε non-optimal σήματα από το ανοσιακό, όπως μπορούν να ερμηνευτούν και στις περιπτώσεις της χρόνιας διέγερσης (Dustin et al. 2004).
 
Σήμερα, εκτιμάται ότι ολοκληρώθηκε η εποχή των μονοκλωνικών αντισωμάτων της πρώτης γενιάς. Μάθαμε κυρίως για το μεγάλο βαθμό ετερογένειας των Τ- λεμφοκυττάρων. Αυτή η ετερογένεια είναι τόση, όσο ετερογενής είναι και η ανοσία! Έχει προκύψει ήδη η ανάγκη να κατευθυνθούμε στη δεύτερη γενιά αντισωμάτων υψηλής συγγένειας και συγχρόνως μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας.