Η προσπάθεια περιγραφής των ειδών του σακχαρώδη διαβήτη απαιτεί, για τις ανάγκες κατανόησης των εννοιών, τον διαχωρισμό του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 από τον διαβήτη τύπου 2 στην εξής βάση: Η αρχή της ονοματολογίας των νόσων γενικά, βασίζεται και ως εκ τούτου υπογραμμίζει την ανάγκη καταγραφής του αρχικού «αίτιου», το οποίον γεννά την νόσο. Για παράδειγμα, το έμφραγμα, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η ουρολοίμωξη, η πνευμονία κ.λ.π. εννοούν το αίτιο κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στην περίπτωση της νόσου του σακχαρώδη διαβήτη, η ονοματολογία προέρχεται από το «αποτέλεσμα» των νόσων τύπου 1 και τύπου 2 διαβήτη, αφού το όνομα «σακχαρώδης διαβήτης» είτα τύπου 1 είτε τύπου 2 απευθύνεται στο αποτέλεσμα των νόσων, που είναι το αυξημένο σάκχαρο το οποίο «διαβαίνει» εκ των νεφρών στα ούρα (αυτή ήταν και η πρώτη ιστορική διαπίστωση που είχε αποδειχθεί, δοκιμάζοντας ο ιατρός τα γλυκίζοντα ούρα των ασθενών του!! !). Το θέμα έχει πολύ μεγάλη σημασία για την κατανόηση των νόσων του διαβήτη. Τηρουμένης της αρχής της ονοματολογίας του αίτιου, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, θα πρέπει να ονομαστεί ολική αυτοάνοσος παγκρεατική ανεπάρκεια, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, θα πρέπει να ονομαστεί νόσος της αντίστασης στην δράση της ινσουλίνης. Άρα με αυτή την επανατοποθέτηση, πρόκειται για δυο διαφορετικές νόσους. (Αναλογικά, η αυξημένη τιμή του σακχάρου στα ούρα και στο αίμα είναι απλώς ένα σημειολογικό στοιχείο, κοινό και για τις δύο νόσους του διαβήτη. Αντίστοιχα, ο πυρετός ένα άλλο κοινό σημειολογικό στοιχείο που αφορά άλλες νόσους, δεν ενοποιεί την πνευμονία με την ουρολοίμωξη και σωστά πράττεται στην καθημερινή πράξη έως σήμερα να ονομάζονται διαφορετικά).  Στην πρώτη περίπτωση, το αίτιο περιγράφει την ανεπαρκή έκκριση της ινσουλίνης, λόγω της καταστροφής του παγκρέατος από το ανοσοποιητικό σύστημα. Στην δεύτερη περίπτωση το αίτιο περιγράφει τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, στον οποίο ο μηχανισμός δράσης δεν είναι άλλος, από την υπέρμετρη παραγωγή αλλά και την ελλειμματική δράση της ινσουλίνης. Με αυτό το σκεπτικό, οι δυο τύποι του σακχαρώδη διαβήτη, ξεχωρίζουν ως δυο διαφορετικές νόσοι.
Συμπληρώνοντας, στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, η έλλειψη της ινσουλίνης είναι ολική και πάσχει το πάγκρεας, ενώ στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο διάστημα, υπάρχει υπερέκκριση ινσουλίνης, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (έως ότου εγκατασταθεί αδυναμία περαιτέρω της έκκρισης ινσουλίνης από το πάγκρεας) και το πρόβλημα βρίσκεται στην περιφέρεια του σώματος, όπου η ινσουλίνη δεν δύναται να δράσει, ήτοι να εισάγει την γλυκόζη στο εσωτερικό των κυττάρων, με σκοπό την καύση της, για την παραγωγή ενέργειας με ταυτόχρονη απόσυρση της γλυκόζης από το αίμα.